καλόγεννος

καλόγεννος
-η, -ο
(για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) αυτός που γεννά εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλογεννώ. Βλ. και καλογέννητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλόγεννος — η, ο αυτός που γεννά εύκολα: Η γυναίκα αυτή είναι καλόγεννη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλογέννητος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε εύκολα 2. το θηλ. ως ουσ. (για γυναίκα) η καλογέννητη αυτή που γέννησε εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλογεννώ. Σημασιολογικά αντιδιαστέλλεται με την παθ. του σημ. προς το ενεργ. σημ. καλόγεννος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”